διαχέομαι
verbo passivo
lo stesso che διαχύνομαι
διαχέω
verbo transitivo
lo stesso che διαχύνω
διαχύνομαι
verbo passivo
1 compenetrare
2 permeare
διαχύνω
verbo transitivo
effondere; emanare; diffondere τα λουλούδια διαχέουν ένα γλυκό άρωμα → i fiori emanano un dolce profumo