Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βρογχικά
sostantivo neutro plurale
medicina affezione [f] ai bronchi; bronchite [f]
βροχικά
sostantivo neutro plurale
variante di βρογχικά ^-ών, τα^
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βρογχογραφία [-ας, η] |
βρογχοκήλη [-ης, η] |
βρογχοπνευμονία [-ας, η] |
βρογχοπνευμονικός [-ή, -ό] |
βρόγχος [-ου, ο] |
βρογχοσκόπηση [-ης, η] |
βρογχοσκόπησις [-ας, η] |
βρογχοτομή [-ής, η] |
βρόμα [-ας, η] |
βρομάνθρωπος [-ου, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|