Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βουβώνας
sostantivo maschile
1 anatomia inguine [m]
2 medicina bubbone [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βούβαλος [-ου, ο] |
βουβαμάρα [-ας, η] |
βουβαμένος [-η, -ο] |
βουβαμός [-ού, ο] |
βουβός [-ή, -ό] |
βουβώνας [-α, ο] |
βουβωνικός [-ή, -ό] |
βουβωνοκήλη [-ης, η] |
Βούδας [-α, ο] |
βουδισμός [-ού, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|