Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βοτρυοειδής
aggettivo
1 aciniforme
2 acinoso
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βοτανοπωλητής [-ή, ο] |
βότκα [-ας, η] |
βοτουλίαση [-ης, η] |
βοτρύδιο [-ου, το] |
βοτρύο [-ου, το] |
βοτρυοειδής [-ής, -ές] |
βότρυς [-υος, ο] |
βοτρυώδης [-ης, -ες] |
βότσαλα [-ας, η] |
βότσαλο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|