Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιοηλεκτρισμός
sostantivo maschile
bioelettricità [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βιοδιασπώμενος [-η, -ο] |
βιοδορυφόρος [-ου, το] |
βιοδυναμική [-ής, η] |
βιοενεργητική [-ής, η] |
βιοηλεκτρικός [-ή, -ό] |
βιοηλεκτρισμός [-ού, ο] |
βιοηλεκτρονική [-ής, η] |
βιοθεραπεία [-ας, η] |
βιοϊατρική [-ής, η] |
βιοϊατρικός [-ή, -ό] |
βιοκαταλύτης [-η, ο] |
βιοκαταστρεπτός [-ή, -ό] |
βιοκλιματικός [-ή, -ό] |
βιοκλιματολογία [-ας, η] |
βιόλα [-ας, η] |
βιολέ [-, το] |
βιολέτα [-ας, η] |
βιολί [-ιού, το] |
βιολιά [-ών, τα] |
βιολιστής [-ή, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|