Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιολέτα
sostantivo femminile
botanica violetta [f]; viola [f] mammola; violetta di Parma
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βιοκαταστρεπτός [-ή, -ό] |
βιοκλιματικός [-ή, -ό] |
βιοκλιματολογία [-ας, η] |
βιόλα [-ας, η] |
βιολέ [-, το] |
βιολέτα [-ας, η] |
βιολί [-ιού, το] |
βιολιά [-ών, τα] |
βιολιστής [-ή, ο] |
βιολίστρια [-ας, η] |
βιολογία [-ας, η] |
βιολογικός [-ή, -ό] |
βιολόγος [-ου, ο|η] |
βιολοντσέλο [-ου, το] |
βιόμαζα [-ας, η] |
βιομετεωρολογία [-ας, η] |
βιομετρία [-ας, η] |
βιομετρικός [-ή, -ό] |
βιομηχανία [-ας, η] |
βιομηχανικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|