Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιογεωγραφία
sostantivo femminile
biogeografia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βιοαστροναυτικός [-ή, -ό] |
βιογένεση [-ης, η] |
βιογενετική [-ής, η] |
βιογενετικός [-ή, -ό] |
βιογενής [-ή, ο] |
βιογεωγραφία [-ας, η] |
βιογονία [-ας, η] |
βιογραφία [-ας, η] |
βιογραφικός [-ή, -ό] |
βιογράφος [-ου, ο|η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|