Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιβλιοπώλης
sostantivo maschile
libraio [m]
βιβλιοπώλισσα
sostantivo femminile
1 femminile di βιβλιοπώλης ^-η, ο^
2 libraia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βιβλιολατρία [-ας, η] |
βιβλιολάτρισσα [-ας, η] |
βιβλιομανής [-ής, -ές] |
βιβλιομανία [-ας, η] |
βιβλιοπωλείο [-ου, το] |
βιβλιοπώλης [-η, ο] |
βιβλιοπώλισσα [-ας, η] |
βιβλιοσυλλέκτης [-η, ο] |
βιβλιοσυλλέκτρια [-ας, η] |
βιβλιοφάγος [-ου, ο|η] |
βιβλιοφιλία [-ας, η] |
βιβλιόφιλος [-η, -ο] |
βιβλιοχαρτοπωλείο [-ου, το] |
βιβλιόψειρα [-ας, η] |
βίβλος [-ου, η] |
βίγλα [-ας, η] |
βιγλάτορας [-α, ο] |
βίδα [-ας, η] |
βιδάνιο [-ου, το] |
βιδέλο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|