Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βενζιναντλία
sostantivo femminile
pompa [f] di benzina
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Βενετσιάνος [-ου, ο] |
βενζαλδεΰδη [-ης, η] |
βενζένιο [-ου, το] |
βενζινάδικο [-ου, το] |
βενζινάκατος [-ου, ο] |
βενζιναντλία [-ας, η] |
βενζινάς [-ά, ο] |
βενζίνη [-ης, η] |
βενζινοκινητήρας [-α, ο] |
βενζινοκίνητος [-η, -ο] |
βενζινομηχανή [-ής, η] |
βενζινοπώλης [-η, ο] |
βενζινοπώλισσα [-ας, η] |
βενζόη [-ης, η] |
βενζοϊκός [-ή, -ό] |
βενζόλη [-ης, η] |
βενζολικός [-ή, -ό] |
βενζόλιο [-ου, το] |
βένθος [-ου, το] |
βεντάλια [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|