Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βένθος
sostantivo neutro
benthos [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βενζόη [-ης, η] |
βενζοϊκός [-ή, -ό] |
βενζόλη [-ης, η] |
βενζολικός [-ή, -ό] |
βενζόλιο [-ου, το] |
βένθος [-ου, το] |
βεντάλια [-ας, η] |
βεντέτα{1} [-ας, η] |
βεντέτα{2} [-ας, η] |
βεντετισμός [-ού, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|