Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βελζεβούλης
sostantivo maschile
diavolo [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βέλασμα [-ατος, το... |
Βελγίδα [-ας, η] |
Βέλγιο [-ου, το] |
Βέλγος [-ου, ο] |
βελέντζα [-ας, η] |
βελζεβούλης [-η, ο] |
βεληνεκές [-ούς, το] |
βέλο [-ου, το] |
βελοειδής [-ής, -ές] |
βελόνα [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|