Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βαθύφωνος
aggettivo
musica (persona) basso
βαθύφωνος
sostantivo maschile
1 basso [m]
2 basso [m] baritono
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βακελίτης [-η, ο] |
βακιλοειδής [-ής, -ές] |
βάκιλος [-ου, ο] |
βακτηρία [-ας, η] |
βακτηριακός [-ή, -ό] |
βακτηρίδιο [-ου, το] |
βακτηριδιοκτόνο [-ου, ο] |
βακτήριο [-ου, το] |
βακτηριοειδής [-ής, -ές] |
βακτηριοθεραπεία [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|