Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βακαλάος
sostantivo maschile
1 zoologia merluzzo [m]
2 gastronomia (ξερός) baccalà [m]; stoccafisso [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βακτηριακός [-ή, -ό] |
βακτηρίδιο [-ου, το] |
βακτηριδιοκτόνο [-ου, ο] |
βακτήριο [-ου, το] |
βακτηριοειδής [-ής, -ές] |
βακτηριοθεραπεία [-ας, η] |
βακτηριοκτόνο [-ου, ο] |
βακτηριοκτόνος [-ος, -ο] |
βακτηριολογία [-ας, η] |
βακτηριολογικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|