Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαποδοτικός
aggettivo redditizio; fruttuoso; proficuo αποδοτική εργασία → lavoro redditizio αποδοτικότατος aggettivo superlativo di αποδοτικός αποδοτικότερος aggettivo comparativo di αποδοτικός αποδοτικώτατος aggettivo superlativo di αποδοτικός αποδοτικώτερος aggettivo comparativo di αποδοτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |