Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαπειλητικός
aggettivo 1 minaccioso απειλητικός ύφος → aria minacciosa | την πλησίασε με απειλητικές διαθέσεις → le si avvicinò con fare minaccioso | απειλητικά σύννεφα → nubi minacciose 2 minatorio απειλητική επιστολή → lettera minatoria απειλητικότατος aggettivo superlativo di απειλητικός απειλητικώτατος aggettivo superlativo di απειλητικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |