Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
άπειρο
sostantivo neutro
l'infinito [m] επ' άπειρον → all'infinito
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
απείρακτος [-η, -o] |
απειράριθμος [-η, -ο] |
απείραχτος [-η, -ο] |
απειρία{1} [-ας, η] |
απειρία{2} [-ας, η] |
άπειρο [-ου, το] |
απειροβαθής [-ής, -ές] |
απειροελάχιστο [-ου, το] |
απειροελάχιστος [-η, -ο] |
απειροκαλία [-ας, η] |
απειρομεγέθης [-ης, -έγε... |
απειροπληθής [-ής, -ές] |
απειροπόλεμος [-η, -ο] |
άπειρος{1} [-η, -ο] |
άπειρος{2} [-η, -ο] |
απειροστικός [-ή, -ό] |
απειροστό [-ού, το] |
απειροστός [-ή, -ό] |
απειροτεχνία [-ας, η] |
απειρότεχνος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|