Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαντικείμενο
sostantivo neutro 1 oggetto [m] πολύτιμα αντικείμενα → oggetti preziosi 2 argomento [m]; materia [f]; oggetto [m] το αντικείμενο της διάλεξης → il soggetto della conferenza | αντικείμενο έρευνας → oggetto di ricerca | αντικείμενο μελέτης → oggetto di studio | το αντικείμενο του πόθου → l'oggetto del desiderio 3 oggetto [m]; scopo [m]; proposito [m] δεν ξέρω ποιο είναι το αντικείμενο της επίσκεψής του → non so quale sia l'oggetto della sua visita+++το άμεσο αντικείμενο → complemento oggetto diretto | το έμμεσο αντικείμενο → complemento oggetto indiretto permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiτα απολεσθέντα αντικείμενα = oggetti αρσ. πλυθ. smarriti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |