Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαντικειμενικός
aggettivo 1 oggettivo; effettivo η αντικειμενική πραγματικότητα → la realtà oggettiva | αυτή είναι η αντικειμενική αλήθεια → questa è la pura verità | ο αντικειμενικός μου σκοπός είναι… → il mio obiettivo è… 2 (ακριβής) obiettivo; imparziale αντικειμενικός δικαστής → giudice imparziale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |