Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoάνοδος
sostantivo femminile 1 salita [f]; ascesa [f] η άνοδος είναι πιο κουραστική από την κάθοδο → la salita è più faticosa della discesa 2 figurato aumento [m] η άνοδος της θερμοκρασίας → l'aumento della temperatura | η άνοδος των τιμών → l'ascesa dei prezzi 3 figurato progresso [m]; sviluppo [m] πνευματική άνοδος → sviluppo culturale 4 figurato ascesa [f] η άνοδος στο ύπατο αξίωμα → l'ascesa alla carica più alta | άνοδος στην εξουσία → ascesa al potere | άνοδος στο θρόνο → ascesa al trono permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |