Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


ανέκδοτο  
sostantivo neutro

1 barzelletta [f]
2 aneddoto [m] ένα ανέκδοτο από τη ζωή του Ναπολέονταun aneddoto sulla vita di Napoleone | το άκουσες το τελευταίο ανέκδοτο;hai sentito l'ultima barzelletta | ένα άνοστο ανέκδοτοuna barzelletta insulsa

permalink
continua sotto

<<  ανεκδοτικός ανεκδοτολόγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---