Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoανεκτικός
aggettivo permissivo; tollerante; indulgente ανεκτικός καθηγητής → professore indulgente ανεκτικότατος aggettivo superlativo di ανεχτικός ανεκτικότερος aggettivo comparativo di ανεχτικός ανεκτικώτατος aggettivo superlativo di ανεχτικός ανεκτικώτερος aggettivo comparativo di ανεχτικός ανεχτικός sostantivo maschile variante di ανεκτικός ανεχτικός aggettivo variante di ανεκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |