Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


αιμομεικτικός  
aggettivo

incestuoso αιμομικτική σχέσηlegame incestuoso

αιμομειχτικός
aggettivo

variante di αιμομεικτικός ^-ή, -ό^

αιμομικτικός
aggettivo

variante di αιμομεικτικός ^-ή, -ό^

αιμομιχτικός
aggettivo

variante di αιμομεικτικός ^-ή, -ό^

permalink
continua sotto

<<  αιμομείκτης αιμομείκτρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---