Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αιμομεικτικός
aggettivo
incestuoso αιμομικτική σχέση → legame incestuoso
αιμομειχτικός
aggettivo
variante di αιμομεικτικός ^-ή, -ό^
αιμομικτικός
aggettivo
variante di αιμομεικτικός ^-ή, -ό^
αιμομιχτικός
aggettivo
variante di αιμομεικτικός ^-ή, -ό^
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αιμομείχτρια [-ας, η] |
αιμομετρία [-ας, η] |
αιμόμετρο [-ου, το] |
αιμομίκτης [-η, ο] |
αιμομικτικός [-ή, -ό] |
αιμομίκτρια [-ας, η] |
αιμομιξία [-ας, η] |
αιμομίχτης [-η, ο] |
αιμομιχτικός [-ή, -ό] |
αιμομίχτρια [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|