Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαιμομείκτης
sostantivo maschile chi commette incesto αιμομίκτης πατέρας → padre incestuoso αιμομείκτρια sostantivo femminile femminile di αιμομείκτης ^-η, ο^ αιμομείχτης sostantivo maschile variante di αιμομείκτης ^-η, ο^ αιμομείχτρια sostantivo femminile femminile di αιμομίχτης ^-η, ο^ αιμομίκτης sostantivo maschile variante di αιμομείκτης ^-η, ο^ αιμομίκτρια sostantivo femminile femminile di αιμομίκτης ^-η, ο^ αιμομίχτης sostantivo maschile variante di αιμομείκτης ^-η, ο^ αιμομίχτρια sostantivo femminile femminile di αιμομίχτης ^-η, ο^ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |