Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianozuccóne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [tsukˈkone] 1 κεφάλας 2 κεφάλα 3 ξεροκέφαλος 4 μπουζουκοκέφαλος 5 γάιδαρος 6 στενόμυαλος 7 ηλίθιος 8 χοντροκέφαλος 9 βλάκας 10 μπουμπούνας zuccóne aggettivo Pronuncia I.P.A.: [tsukˈkone] 1 πεισματάρης 2 ξεροκέφαλος 3 ηλίθιος 4 επίμονος 5 ισχυρογνώμονας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |