Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovolàta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [voˈlata] 1 καταιγισμός βλημάτων 2 ρίψη 3 βολέ 4 πτήση 5 έκρηξη ταχύτητας 6 ορμή 7 πέταγμα 8 ομοβροντία 9 καταιγισμός χτυπημάτων 10 τελικό σπριντ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |