Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovitupèrio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [vituˈpɛrjo] 1 ντροπή 2 εξύβριση 3 ατίμωση 4 περιύβριση 5 αίσχος 6 βρίσιμο 7 προσβολή 8 προπηλακισμός 9 δυσμένεια 10 προπηλάκιση 11 καταισχύνη 12 εξευτελισμός 13 βρισιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |