Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovischiosità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [viskjosiˈta] 1 ύφεση και στασιμότητα οικονομική 2 ιξώδες 3 κατάσταση κολλήματος 4 ιδιότητα του κολλώδους 5 γλοιώδης κατάσταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |