Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoviràre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [viˈrare] 1 γυρίζω 2 στρέφω 3 στρέφομαι 4 αλλάζω κατεύθυνση δεξιά (άνεμος) 5 τραβώ 6 στρίβω (για αεροσκάφος) 7 εναρμονίζω χρώματα (φωτογραφία) 8 αλλάζω χρώμα (χημεία) 9 αλλάζω πορεία σε νέα διαδρομή 10 σέρνω 11 αλλάζω πορεία μπαντάροντας πανιά 12 έλκω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |