Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovigilànza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [viʤiˈlantsa] 1 ετοιμότητα 2 επιτήρηση 3 προσεκτικότητα 4 άγρυπνη προσοχή 5 προσοχή 6 επαγρύπνηση 7 περιφρούρηση 8 εποπτεία 9 εγρήγορση 10 επίβλεψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |