Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovèrtice
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈvɛrtiʧe] 1 συνάντηση κορυφής 2 ανώτατο δυνατό επίπεδο 3 άνθρωποι ηγεσίας 4 ηγεσία 5 σημείο τομής πλευρών 6 αποκορύφωμα 7 ανώτατο σημείο 8 ζενίθ 9 κορυφή permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiconferenza [θηλ.] al vertice = η διάσκεψη κορυφής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |