Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoventilàre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [ventiˈlare] 1 φέρνω στο φως 2 φέρνω στη δημοσιότητα 3 συζητώ ελεύθερα 4 ξεχωρίζω άχυρο από στάρι 5 λιχνίζω 6 εξετάζω 7 ανεμίζω 8 αερίζω 9 εξαερίζω 10 βγάζω στη φόρα 11 αναρριπίζω 12 ριπίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |