Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovègeto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈvɛʤeto] 1 αειθαλής 2 θαλερός 3 ακμαίος 4 υγιής 5 σφριγηλός 6 κοτσονάτος 7 πετυχημένος 8 αποδοτικός 9 ακμάζων 10 ισχυρός 11 ανθηρός 12 προσοδοφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |