Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovanterìa
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [vanteˈria] 1 φανφαρονισμός 2 μεγαλοστομία 3 ξιπασιά 4 στόμφος 5 έπαρση 6 καυχησιά 7 καυχησιολογία 8 καύχηση 9 κομπασμός 10 μεγαλορρημοσύνη 11 μεγαληγορία 12 μεγαλαυχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |