Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovalévole
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [vaˈlevole] 1 σωστά συμπερασματικός 2 αποτελεσματικός 3 θεμελιωμένος 4 αυθεντικός 5 ωφέλιμος 6 αξιόπιστος 7 ισχύων 8 έγκυρος 9 εμπεριστατωμένος 10 βάσιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |