ItalianoGreco


vacillànte  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [vaʧilˈlante]

1 τρεμάμενος
2 διστακτικός
3 τρεμουλιαστός
4 που τρεμοπαίζει
5 που τρεμοσβήνει
6 παραπαίων
7 ασταθής
8 υπερβολικός
9 αμφιταλαντευόμενος
10 που τρικλίζει

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---