Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianousurpàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [uzurˈpare] 1 αρπάζω 2 καπηλεύομαι 3 νοσφίζομαι 4 οικειοποιούμαι 5 σφετερίζομαι 6 αντιποιούμαι 7 ιδιοποιούμαι 8 ενθυλακώνω 9 καταπατώ 10 σφετερίζομαι με τη βία 11 υπεξαιρώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |