Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoùnico
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈuniko] 1 ένας και μόνος ξεχωριστός άνθρωπος 2 άνθρωπος που δεν έχει το ταίρι του 3 μοναδικό πρόσωπο ùnico aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈuniko] μοναδικός (-ή, -ό) permalink
Locuzioni, modi di dire, esempifiglio [αρσ.] unico = το μοναχοπαίδι, το μονοπαίδι || moneta [θηλ.] unica = ενιαίο νόμισμα || senso [αρσ.] unico = ο μονόδρομος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |