Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianouggióso
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [udˈʤoso], [udˈʤozo] 1 βαριεστημένος 2 κατηφής 3 κακόκεφος 4 ευερέθιστος 5 πληκτικός 6 κουραστικός 7 βαρετός 8 ανιαρός 9 ενοχλητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |