Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotruculènto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [trukuˈlɛnto] 1 ανάλγητος 2 ανελέητος 3 υβριστικός 4 αιμοβόρος 5 απηνής 6 ανατριχιαστικός 7 ανηλεής 8 ανηλέητος 9 ολέθριος 10 εμπόλεμος 11 επιθετικός 12 άγριος 13 βίαιος 14 καβγατζίδικος 15 καταστροφικός 16 εχθρικός 17 μαχητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |