Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotrónco
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈtronko] 1 (albero) ο κορμός 2 anatomia η προτομή trónco aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈtronko] 1 πετσοκομμένος 2 κομμένος κοντά 3 που έχει υποστεί γραμματική αποκοπή 4 λιανισμένος 5 κολοβός 6 αποκομμένος 7 κομμένος 8 ακρωτηριασμένος 9 κουτσουρεμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |