Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotrincóne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [trinˈkone] 1 μέθυσος 2 μπεκροκανάτα 3 μεθοκόπος 4 μπέκρας 5 μπεκρής 6 μεθύστακας 7 μπεκρούλιακας 8 πότης 9 κρασοκανάτας 10 μεγάλος μπεκρής 11 κρασοπατέρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |