Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotrincàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [trinˈkare] 1 πίνω λαίμαργα 2 πίνω τον άμπακο 3 πίνω πολύ και συνέχεια 4 κοπανώ (πίνω) 5 στερεώνω πλωριό καμπούνι στην πλώρη 6 πίνω πολύ 7 κατεβάζω με μεγάλες γουλιές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |