Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotrifolàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [trifoˈlato] 1 κομμένος σε φέτες (κρέας) και ψημένος με σκόρδο λάδι και μαὶντανό 2 γαρνιρισμένος με τρούφες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |