Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotraditóre
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [tradiˈtore] 1 καταδότης 2 απατεώνας 3 ιούδας 4 απαρνητής σε ώρα ανάγκης 5 δωσίλογος 6 μπαμπέσης 7 δόλιος 8 άπιστος 9 αγύρτης 10 σπιούνος 11 προδότης 12 άτιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |