Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotraccheggiàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [trakkedˈʤare] 1 αργώ 2 αργοπορώ 3 χάνω την ώρα μου 4 βραδυπορώ 5 χασομερώ 6 καιροσκοπώ 7 αναβάλλω 8 χρονοτριβώ 9 προσπαθώ να κερδίσω χρόνο traccheggiàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [trakkedˈʤare] 1 ξαργώ 2 απασχολώ κάποιον άδικα 3 ασκώ παρελκυστική πολιτική 4 χρονίζω 5 καθυστερώ 6 παρελκύω 7 κρατώ σε εκκρεμότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |