Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotorrétta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [torˈretta] 1 πυργίσκος τανκ 2 πυργίσκος πολυβόλου αεροσκάφους 3 πυργίσκος υποβρυχίου 4 τσοκ τόρνου 5 περιστρεφόμενος πύργος πλοίου 6 ακροπύργιο 7 πυργίσκος 8 θωράκιο 9 ακρόπυργος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |