Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotoccàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [tokˈkare] 1 έχω δικαιοδοσία 2 έχω δικαίωμα 3 δικαιούμαι 4 παίρνω 5 πετυχαίνω 6 πρέπει 7 είναι καθήκον μου 8 είναι η σειρά μου 9 πέφτει σε μένα 10 εμπίπτει 11 συμβαίνει toccàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [tokˈkare] εγγίζω, αγγίζω toccarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [tokˈkarsi] Συναντιέμαι permalink
Locuzioni, modi di dire, esempia chi tocca? = ποιός έχει σειρά? || tocca a me = είναι η σειρά μου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |