Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotirannìa
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [tiranˈnia] 1 ολοκληρωτισμός 2 καταπίεση 3 καισαρισμός 4 παιδωμή 5 τυράννισμα 6 σατραπισμός 7 παραδαρμός 8 βασανισμός 9 απολυταρχία 10 τυραννία 11 βάσανο 12 δυναστεία 13 δικτατορία 14 δεσποτισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |