Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotigliòso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [tiʎˈʎoso], [tiʎˈʎozo] 1 σκληρός (για κρέας) 2 γεμάτος τένοντες και μύες (για κρέας) 3 ινώδης 4 με κλωστές (για φυτό ή καρπό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |