ItalianoGreco


tenèsmo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [teˈnɛzmo]

1 τενεισμός
2 άκαρπο και οδυνηρό σφίξιμο εκκένωσης εντέρου
3 άκαρπη και οδυνηρή προσπάθεια κατουρήματος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---